- έμπειρος
- -η, -ο (AM ἔμπειρος, -ον)αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.)αρχ.-μσν.(το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρονη εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθείαρχ.1. ο ειδικός, ο εμπειρογνώμονας2. (για πράγματα) δοκιμασμένος στη χρήση («ναυσὶν ἐμπείροις»).
Dictionary of Greek. 2013.